βρυχιέμαι

βρυχιέμαι
(AM βρυχῶμαι, -άομαι)
1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια
2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή
3. θρηνώ, κλαίω γοερά
4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο
μσν.- νεοελλ.
βουίζω υποχθόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαιότερος είναι ο επιτατικός παρακείμενος βέβρυχα, μοναδικός τ. που απαντά στον Όμηρο προκειμένου να δηλώσει το βογκητό του πληγωμένου πολεμιστή και τον θόρυβο της θάλασσας, από όπου προήλθε ο ενεστώτας βρυχά-ομαι, -ώμαι, ο αόριστος κ.λπ. αναλογικά προς τα υπόλοιπα ρήματα σε -άω, που εκφράζουν θόρυβο, φωνή, κραυγή (πρβλ. βοάω-ω, γοάω-ώ, μυκά-ομαι, -ώμαι κ.ά.). Πρόκειται δηλ. για εκφραστικό ονοματοποιημένο τ. που πιθ. συνδέεται με τα βρύκω*, βρύχω. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει επιδράσει και στο επίθ. βρύχιος*, επίδραση που οφείλεται σε παρετυμολογία.
ΠΑΡ. βρυχηθμός, βρύχημα
μσν.
βρυχητικός.
ΣΥΝΘ. αναβρυχώμαι, εκβρυχώμαι, επιβρυχώμαι, υπερβρυχώμαι, υποβρυχώμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρυχιέμαι — βρυχιέμαι, βρυχήθηκα βλ. πίν. 59 και πρβλ. βρυχώμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρυχιέμαι — ήθηκα 1. μουγκρίζω άγρια: Τα λιοντάρια βρυχιούνται. 2. μτφ., βγάζω ήχο σαν να βρυχιέμαι: Τα άγρια κύματα βρυχιούνται όλο το χειμώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… …   Dictionary of Greek

  • βρουχούμαι — βλ. βρυχιέμαι …   Dictionary of Greek

  • βρυχάζω — και βρυχιούμαι 1. θρηνώ 2. μηρυκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό) βρύχος «θρήνος» < βρυχιέμαι*] …   Dictionary of Greek

  • βρυχίζω — και βρουχίζω (Μ βρυχίζω) Ι. βρυχιέμαι, μουγκρίζω νεοελλ. 1. (για άψυχα) θορυβώ υπερβολικά II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. πλημμυρίζω κάτι με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχώ*, αναλογικά κατά τα σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον… …   Dictionary of Greek

  • βρυχώμαι — βλ. βρυχιέμαι …   Dictionary of Greek

  • βρύχος — το [βρυχιέμαι] 1. βρυχηθμός, βοή, θόρυβος 2. θρήνος, οδυρμός …   Dictionary of Greek

  • βρουχιέμαι — και βρουχιούμαι ήθηκα, μουγκρίζω άγρια, ουρλιάζω δυνατά, βρυχιέμαι: Τα λιοντάρια βρουχιούνται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουγκρίζω — μούγκρισα 1. (για τα βόδια και τα άγρια θηρία), φωνάζω δυνατά, βγάζω μουγκρητά, βρυχιέμαι: Τα λιοντάρια μουγκρίζουν όταν πεινάνε. 2. μτφ., φωνάζω δυνατά, βγάζω λαρυγγική φωνή με κλειστό το στόμα, βουίζω: Ο άνεμος μούγκριζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”